συνοικία

συνοικία
η, ΝΑ, και συFοικία και αττ. τ. ξυνοικία Α [σύνοικος]
τμήμα πόλης, κωμόπολης ή χωριού με καθορισμένα τοπογραφικά όρια και ιδιαίτερη ονομασία, αλλ. γειτονιά, κν. μαχαλάς
αρχ.
1. συνοίκηση
2. άθροισμα ανθρώπων που κατοικούν μαζί, κοινότητα
3. οικία διαιρεμένη σε διαμερίσματα ή ορόφους και στην οποία ζουν πολλές οικογένειες μαζί («ὅπου πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσι, συνοικίαν καλοῡμεν», Αισχίν.)
4. αποθήκη, κελλάρι
5. στον πληθ. αἱ συνοικίαι
κοινότητα, χωριό που προκύπτει από την συνένωση πολλών φτωχόσπιτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνοικία — συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc/acc dual συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκια — a public feast in memory of Theseus uniting all the towns of Attica into a single city state neut nom/voc/acc pl συνοίκιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικίᾳ — συνοικίαι , συνοικία living with her fem nom/voc pl συνοικίᾱͅ , συνοικία living with her fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικία — η τμήμα πόλης ή χωριού, γειτονιά: Μένει σε μια φτωχική συνοικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοίκια — και αττ. τ. ξυνοίκια, τα, Α βλ. συνοίκιον …   Dictionary of Greek

  • Συνοικία Άνω Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (122 κάτ., υψόμ. 1.060 μ.) στην επαρχία Κορινθίας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (34 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Συνοικία Τρικάλων — Οικισμός (329 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • Μέση Συνοικία Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ., 214 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • ξυνοικία — συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc/acc dual συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοικίας — συνοικίᾱς , συνοικία living with her fem acc pl συνοικίᾱς , συνοικία living with her fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”